- επιπεδομετρικός
- η , ό[ν] мат. планиметрический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιπεδομετρικός — ή, ό [επιπεδομετρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίπεδομετρία … Dictionary of Greek
επιπεδομετρικός — ή, ό που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην επιπεδομετρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)